ἄυλοι

ἄυλοι
ἄυλος
immaterial
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αὐλοί — αὐλός pipe masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασκομαντούρα — Πνευστό όργανο, γνωστό απότην αρχαιότητα και εξαιρετικά δημοφιλές στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα. Σήμερα το συναντούμε με ποικίλα ονόματα και σχήματα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Λέγεται και ασκοτσάμπουνο, τσαμπούνα και γκάιντα. Αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • ετερόπνοοι — ἑτερόπνοοι, οἱ (Α) φρ. «ἑτερόπνοοι αὐλοί» άνισοι αυλοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πνοοι, πληθ. τού πνοος (< πνοή < πνέω)] …   Dictionary of Greek

  • λυσιωδός — λυσιῳδός, ὁ (Α) 1. αυτός που υποκρίνεται στο θέατρο γυναικείους ρόλους με ανδρική περιβολή 2. αυτός που γράφει ωδές για τέτοιους υποκριτές 3. φρ. «λυσιῳδοί αὐλοί» οι αυλοί που συνοδεύουν τέτοιου είδους ωδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + ῳδός (< ᾠδή) …   Dictionary of Greek

  • λώτινος — λώτινος, ίνη, ον (Α) [λωτός] 1. αυτός που προέρχεται από το δένδρο λωτός («λώτινον ξύλον», Θεόφρ.) 2. κατασκευασμένος από ξύλο λωτού («οἱ δὲ καλούμενοι λώτινοι αὐλοὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ὑπὸ Ἀλεξανδρέων, καλούμενοι φώτιγγες», Αθήν.) 3. ο κατάφυτος από… …   Dictionary of Greek

  • χορικός — ή, ό / χορικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορός] 1. (θεατρ. φιλολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό 2. (το ουδ. στον εν. ή στον πληθ. ως ουσ.) το χορικό ή τα χορικά άσμα που άδεται από τα μέλη τού χορού θεάτρου ή εκκλησίας 3. φρ. «χορική ποίηση» φιλολ …   Dictionary of Greek

  • Aulos — Infobox Instrument name=Aulos names= classification=Double reed range= related= *Sorna *Rhaita *Suona *Sopila *Shawm *Zurna The aulos (Greek αυλός , plural αυλοί , auloi) or tibia (Latin) was an ancient Greek musical instrument. Different kinds… …   Wikipedia

  • Plagiaulos — Tombe des Léopards, danseur et musiciens …   Wikipédia en Français

  • PLAGIAULA — in Glossis MS. yaraules, hydraula, fotinestes, plagiaula, apud Salmas. qui legi vult, ὑδραύλης, hydraula: φωτιγγίςτης, plagiaula. Φώτιγξ enim tibiae genus, quae πλαγίαυλος dicebatur, unde πλαγιαύλης et φωτιγγίςτης idem. Servius Graecorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TIBIAE Pares et Impares — quarum frequens apud Auctores priscos mentio, quibusdam a magnitudinis aequalitate, aut inaequalitate, nomen accepêre. Alii singulares tibias seu μοναύλους impares, geminas autem pares dictas, existimavêre, ut vidimus. Nonnullis pares fuêre… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”